- αλίπαντος
- ος , ον1) неудобренный; 2) несмазанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλίπαντος — η, ο (Α ἀλίπαντος, ον) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν επαλείφθηκε με λίπος ή λιπαντικό έλαιο 2. (για καλλιεργούμενα εδάφη) αυτό που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα αρχ. αυτός που δεν έχει λίπος, άπαχος … Dictionary of Greek
αλίπαντος — η, ο 1. αυτός που δεν αλείφτηκε με λίπος ή λάδι: Άφησε τη μηχανή του αυτοκινήτου αλίπαντη. 2. (για χωράφια), αυτός που έμεινε χωρίς λίπασμα: Χωράφια αλίπαντα δεν αποδίδουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλιπάντως — ἀλίπαντος without grease adverbial ἀλίπαντος without grease masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίπαντον — ἀλίπαντος without grease masc/fem acc sg ἀλίπαντος without grease neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίπαστος — (I) η, ο [λιπάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*. (II) η, ο (Α ἁλίπαστος, ον) παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek